- ἐπίχρυσα
- ἐπίχρῡσα , ἐπίχρυσοςoverlaidneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ερυθρόμορφα αγγεία — Ο σημαντικότερος τύπος γραπτών αγγείων της κλασικής περιόδου. Εμφανίζονται μετά το 530 π.Χ., αντικαθιστώντας σταδιακά τον μέχρι τότε κυρίαρχο τύπο των μελανόμορφων αγγείων (ο οποίος επιβιώνει σε μεταγενέστερες εξαιρέσεις, όπως οι Παναθηναϊκοί… … Dictionary of Greek
ανάκλιντρο — Κάθισμα ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιείται για κατάκλιση. Τα α. έχουν ποικιλία σχημάτων και υλικών. Στην αρχαιότητα τα α. είχαν προσκέφαλο για να κρατιέται το κεφάλι ψηλά και ήταν απαραίτητα καθίσματα στα συμπόσια. Μετά την Αναγέννηση,… … Dictionary of Greek
επίτηκτος — ἐπίτηκτος, ον (Α) 1. ο περιχυμένος, καλυμμένος από λειωμένο μέταλλο 2. (ειδ.) επίχρυσος 3. ο καλυμμένος, στολισμένος με χρυσό ή με επίχρυσα κοσμήματα 4. μτφ. τεχνητός, προσποιητός, πλαστός, κίβδηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τηκτός (< τήκω… … Dictionary of Greek
επιχρύσωση — Τεχνική της επικάλυψης διαφόρων αντικειμένων από μέταλλο, ξύλο, πηλό κ.ά. με χρυσό. Η ε. πραγματοποιείται με ποικίλες μεθόδους· με χρυσό σε φύλλα, σε πλάκες, σε αμάλγαμα, σε ρινίσματα, με θέρμανση ή χωρίς θέρμανση, με μηχανικά ή χημικά μέσα,… … Dictionary of Greek
κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… … Dictionary of Greek
ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… … Dictionary of Greek
περικεφαλαία — Ο όρος αναφέρεται στα αρχαία χρόνια και σημαίνει προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού των πολεμιστών, κράνος. Η λέξη π. αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πολύβιο. Στον Όμηρο αναφέρεται ως κυνή δηλ. π. από δέρμα κυνός (σκύλου), που τη… … Dictionary of Greek
τσαπράζι — και τζαπράσι, το, Ν 1. είδος μαχαιριού 2. στον πληθ. τα τσαπράζια και τζαπράζια α) ασημένια ή επίχρυσα στολίδια που φοριούνται σταυρωτά στο στήθος, συνήθως στις παραδοσιακές φορεσιές τής ηπειρωτικής Ελλάδας β) (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) σταυρωτά.… … Dictionary of Greek
Άγιος Μάρκος — I (Βενετίας). Ναός χτισμένος στην ομώνυμη πλατεία της Βενετίας, κοντά στο δογικό ανάκτορο. Η οικοδόμησή του άρχισε το 829, μετά τη μεταφορά στη Βενετία των λειψάνων του Αποστόλου Μάρκου από την Αλεξάνδρεια. Μετά από μια πυρκαγιά, o ναός… … Dictionary of Greek